- τάξιος
- τάξιςarrangingfem gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοτάξιος — α, ο 1. (για σχολή) αυτός που έχει μία τάξη, αυτός στον οποίο η φοίτηση διαρκεί ένα έτος («μονοτάξιο τεχνικό σχολείο») 2. φρ. «μονοτάξιο δημοτικό σχολείο» δημοτικό σχολείο στο οποίο όλοι οι μαθητές διδάσκονται από έναν δάσκαλο στην ίδια αίθουσα.… … Dictionary of Greek
τριτάξιος — α, ο, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τρεις τάξεις 2. φρ. «τριτάξιο δημοτικό σχολείο» σχολείο με τρεις δασκάλους για τις έξι τάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάξιος (< τάξη), πρβλ. εξα τάξιος. Το επίθ., στο ουδ. τριτάξιον, μαρτυρείται από το 1833… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español